Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Έρωτας πατήρ πάντων



Αυτή ήταν 14 χρονών. Αυτός ήταν 14 χρονών.

Και εποίησεν ο Κύριος γη και ουρανό και μέρα και νύχτα.

Αυτός ζούσε στην πόλη Π. Αυτή ζούσε στην πόλη Π.

Και εποίησεν ο Κύριος νερό και φωτιά και αέρα και σύννεφα.

Αυτή γούσταρε ν’ ακούει ροκ μουσική και Παύλο Σιδηρόπουλο. Αυτός γούσταρε ν’ ακούει ροκ μουσική και Παύλο Σιδηρόπουλο.

Και εποίησεν ο Κύριος φυτά και ψάρια και ζώα και ανθρώπους,

Αυτός ήθελε να πηγαίνουν βόλτα να κάθονται στο παγκάκι και να της κρατάει το χέρι σφιχτά και να της λέει ότι ο κόσμος όλος να γυρνούσε ανάποδα τίποτα δε θα τους χώριζε. Αυτή ήθελε να πηγαίνουν βόλτα να κάθονται στο παγκάκι και να του κρατάει το χέρι σφιχτά και να του λέει ότι ο κόσμος όλος να γυρνούσε ανάποδα τίποτα δε θα τους χώριζε.

Και εποίησεν ο Κύριος τα έθνη.

Αυτή ήταν ελληνίδα. Αυτός ήταν αλβανός.

Για την ακρίβεια, αυτή ήταν ελληνίδα κι αυτός ήταν πολύ αλβανός. Γιατί το ‘’αλβανός’’ δεν είναι έννοια ποιοτική, αλλά ποσοτική. Είχε πολύ μεγάλο μεγάλο κούτελο, πολύ ξένη καταγωγή, πολύ σπαστή προφορά, πολύ άδεια τσέπη, πολλά οικογενειακά προβλήματα, και καμιά φορά τσίμπαγε και πολλές σοκολάτες απ’ το περίπτερο, για να τις φάνε μαζί όταν πήγαιναν βόλτα και κράταγαν το χέρι ο ένας του άλλου σφιχτά και λέγανε πως ο κόσμος όλος να γύρναγε ανάποδα τίποτα δε θα τους χώριζε. Ήταν πολύ. Ήταν αλβανός. Άμα είσαι πολύ από-αυτό-που-δεν-πρέπει-να είσαι, είσαι αλβανός.

Και είπεν ο Κύριος: όποιος είναι στον περιούσιο λαό έχει μια θέση στη βασιλεία μου.

Αυτή ήταν ελληνίδα. Μπορούσε να τελειώσει το σχολείο, μπορούσε να πάει διακοπές μετά, να χορέψει να νιώσει άνθρωπος, να ζήσει ρε γαμώτο.

Και είπεν ο Κύριος: τα απωλολότα πρόβατα έχουν μια θέση στη βασιλεία μου, αρκεί να γίνουν πρόβατα όπως όλα τ’ άλλα. Τα απωλολότα πρόβατα που παραμένουν απωλολότα πρόβατα να πάνε να γαμηθούνε.

Αυτός ήταν αλβανός. Δε μπορούσε να τελειώσει το σχολείο, δε μπορούσε να πάει μετά διακοπές να χορέψει να νιώσει άνθρωπος, μα μπορούσε να βρει μια σκατοδουλειά στα 14 σ’ ένα κωλοσυνεργείο, και μπορούσε ν’ ανέχεται τ’ αφεντικό του να κάθεται να τον βρίζει, μέχρι που δε μπορούσε άλλο και του κάρφωσε το τρυπάνι στον κώλο και γέμισε ο τόπος σκατά και αίματα και το αφεντικό του ‘πε «μη, σε παρακαλώ, σταμάτα» κι αυτός δε σταμάταγε και του καρφώσε το τρυπάνι στην καρδιά και τον έδωσε ο συνάδελφος (μη χέσω) στους μπάτσους κι οι μπάτσοι τον βασάνισαν και τον βασάνισαν μέχρι που πέθανε κι ο αλβανός.

Και είπεν ο Κύριος: μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι. Γιατί οι πτωχοί τω πνεύματι δεν καταλαβαίνουν τι στον πούτσο γίνεται και κάθονται και τον τρώνε μια ζωή.

Αλλά αυτή δεν ήταν πτωχή τω πνεύματι. Γιατί ότι κι αν είπε αυτός ο καριόλης ο Κύριος, ήξερε πως ήταν σαν κι αυτόν, σαν τον αλβανό. Γιατί αυτά που τους ένωναν ήταν πολύ παραπάνω απ’ αυτά που τους χώριζαν. Και πήγε σπίτι της συμμαθήτριας της που ήθελε να περάσει αστυνομία και παραβίασε την πόρτα και την έλουσε βενζίνη και βροντοφώναξε «ΕΚΔΙΚΗΣΗ!» και άναψε ένα σπίρτο και το πέταξε πάνω της κι αυτή κάηκε και φούνταρε απ’ το παράθυρο κι ο ιατροδικαστής ακόμα ψάχνει να βρει αν ψόφησε επειδή φούνταρε ή επειδή φούντωσε.

Αλλά μετά κάηκε κι αυτή, κι ας ήταν ελληνίδα, κι ας ήταν 14, κι ας της άρεσε να κάθεται στο παγκάκι, κι ας ήταν ερωτευμένη.

Και τον βρήκε.

Και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν.



Κι ο θάνατος δεν έχει πια εξουσία.

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

62%




Τον γνώρισα την άνοιξη του 2010. Εγώ διένυα την πιο κατεστραμμένη περίοδο της ζωής μου. Μια σειρά από λάθος επιλογές στον επαγγελματικό τομέα, που ήρθαν κι έδεσαν με την πιο λανθασμένη επιλογή που θα μπορούσα να κάνω στον ερωτικό τομέα, με βάζαν κάθε βράδυ στη δίνη ενός έξαλλου κι αλλοπρόσαλλου μεθυσιού, που είχε συχνά σαν αποτέλεσμα να σηκώνομαι να φεύγω με το πρώτο πρωινό τραίνο, και καθώς προσπαθούσα με το ζόρι να παρατείνω τη ζάλη μου, για κάποιον τυχαίο και άρτι επιλεγμένο προορισμό. Αυτός επίσης διένυε την πιο κατεστραμμένη περίοδο της ζωής του. Οι λόγοι, αρκετά πιο υλικοί: μια άδεια παραμονής που δεν ανανεώθηκε, ένας εργοδότης που φώναξε τους μπάτσους την ημέρα της πληρωμής, μια δουλειά αμφίβολης αξίας που του ‘χε κάτσει σε κάτι χωράφια σε μια πόλη της Πελοποννήσου. Ένας κατεστραμμένος διακρίνει την μονομιάς την ίδια αρρώστια στα μάτια ενός άλλου, κι η διαδικασία αυτή είναι αμφίδρομη. Έτσι συνέβη και με μας.

Τον λέγανε Χασάν. Ήταν από το Μαρόκο. Τύπος καθηλωτικός, που παρά το γεγονός ότι δεν το ‘χε και τόσο με την ελληνική γλώσσα, σε ‘κανε με τη θεατρικότητα του, το σίγουρο τόνο της φωνής του και τα εκφραστικά του μάτια να αντιλαμβάνεσαι ακριβώς αυτό που ήθελε να πει, κι αυτά που έλεγε ήταν, μα την πίστη μου, άκρως ενδιαφέροντα. Έτσι, τις τρεις ώρες που διήρκεσε το ταξίδι με έβαλε στον κόσμο του και μου διηγήθηκε τις ιστορίες του, με μουσικό μπαγκράουντ το σφύριγμα του τρένου και το κλάμα του κωλόπαιδου που έκλαιγε στο απέναντι κάθισμα επειδή του ‘χε πέσει το γλειφιτζούρι του στο πάτωμα. Τον συμπάθησα πολύ: τόσο πολύ που όταν μπήκε εκείνος ο καριόλης ο ελεγκτής στο βαγόνι δέχτηκα να πληρώσω το εισητήριο που προφανώς δεν είχε βγάλει ο νέος μου φίλος, καθώς ήταν πιο ρέστος κι απ’ τον Νίκο τον Ξανθόπουλο στα χειρότερα του. Η στήριξη μου άλλωστε στους μετανάστες ήταν διαπιστωμένη: είχα συμμετάσχει όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο στην Αθήνα σε πάμπολλες διαδηλώσεις αλληλεγγύης.

Η χημεία που είχαμε αποκτήσει μ’ έψησε να κατέβω στην κωμόπολη που θα κατέβαινε κι αυτός. Είχα μια γεροντοκόρη θεία σ’ αυτόν τον τόπο τον ξεχασμένο απ’ το θεό και θα μπορούσα να τη βγάλω εκεί για κάποιο καιρό, απολαμβάνοντας τα πλεονεκτήματα της οικογενειακής θαλπωρής και επουλώνοντας με τον καιρό τις πληγές μου. Η θεία μου με υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες. Ήταν κάτι παραπάνω από προφανές πως είχε ανάγκη την παρέα μου, μια ηλιαχτίδα ήταν γι’ αυτήν η συντροφιά μου που προσπαθούσε να λιώσει την παγωμένη μοναξιά της. Στο μεταξύ, είχα αποχαιρετήσει προσωρινά το φίλτατο Άραβα. Σκέφτηκα για μια στιγμή να του προτείνω να μείνει στης θειας μου, αλλά μετά θυμήθηκα τις απόψεις της για τους αλλοδαπούς. Πφφφ! Αυτοί οι άνθρωποι της επαρχίας και τα συντηρητικά αντανακλαστικά τους!

Βολεύτηκα για τα καλά. Ήταν ακριβώς ότι χρειαζόμουν. Είχα ένα ζεστό δώμα μ’ ένα καλό κρεβατάκι, έτοιμο αχνιστό φαγητό την ώρα που ξυπνούσα, και την καλή παρέα του κυρ-Γιάννη δίπλα. Στα σαρανταφεύγα, με ανόθευτο λαϊκό χιούμορ, ο κυρ-Γιάννης σ’ έκανε να ξεχνιέσαι με την απλότητα των τρόπων του. Και το σημαντικότερο, με εφοδίαζε με πρώτης ποιότητας χόρτο, που έβγαζε από κάτι χωράφια που ‘χε εκεί γύρω. Καθόμασταν και την πίναμε το δειλινό, αγναντεύοντας τον ήλιο που βυθιζόταν στα απέναντι βουνά. Εκείνη την ώρα πάνω-κάτω, ερχόταν στην παρέα μας κι ο Χασάν, που μόλις είχε σχολάσει (δούλευε στα χωράφια του κυρ-Γιάννη). Ο γείτονας της θείας μου φαινόταν να μη γουστάρει που άραζε στην παρέα μας ο Χασάν, αλλά με τα πολλά τον έπεισα πως κι αυτός άνθρωπος ήταν και δεν ήταν σωστό να μη το δεχόμαστε στη συντροφιά μας. Τελικά, τα βρήκαμε ωραία οι τρεις μας. Ήταν ωραία φάση που αράζαμε και πίναμε κρασάκια μέχρι τις 11 το βράδυ. Εκείνη την ώρα, οι δυο συμπότες μου αποσύρονταν, γιατί είχαν δουλειές τα πρωινά, κι έκανα κι εγώ το ίδιο.

Το Χασάν δεν τον έβλεπα πολύ, παρά μόνο εκείνες τις λίγες βραδινές ώρες, κι όχι πάντα. Είχε δουλειά πολλή ο έρμος. Αλλά, τα σαββατόβραδα του δίναμε και καταλάβαινε. Έπαιρνα το μηχανάκι του κυρ-Γιάννη και πηγαίναμε στην πρωτεύουσα του νομού από νωρίς, κάναμε τις βόλτες μας, μου ‘λεγε τις ιστορίες του, πίναμε τις μπίρες μας (τον κέρναγα όταν δεν είχε, με κέρναγε όταν δεν είχα, είχαμε μια τέτοια ωραία αλληλέγγυα σχέση), και όταν γινόμασταν στουπί πηγαίναμε στα κωλόμπαρα. Ο φίλος μου, αν και είχε φάει με το μεδούλι τη ζωή, δεν είχε μεγάλη εμπειρία με την αλητεία. Ήταν, θα έλεγα, λίγο διστακτικός στο να αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο να κάνει ό,τι του καυλώσει. Εγώ, απ’ την άλλη, είχα διδαχθεί πως για να τα βγάλεις πέρα σ’ αυτόν τον κόσμο, και να παραμείνεις ταυτόχρονα ψυχικά υγιής και σωματικά ακέραιος, έπρεπε να αναπνέεις κάθε ml ελευθερίας που υπάρχει στην ατμόσφαιρα και να ‘σαι και λίγο αρχίδι. Αλλιώς, σε καταράσπαζε είτε κατάθλιψη είτε όσοι στη φυλάγαν στη γωνία, κι αυτοί, γαμώ το διάολο, ήταν καμπόσοι. Το εφάρμοζα αυτό το δόγμα στην καθημερινότητα μου, και έτσι ήθελα να κάνει κι ο Χασάν. Γι’ αυτό, παίζαμε τα ξυλίκια μας στα κωλόμπαρα, βρίσκαμε καμιά πουτάνα να γαμήσουμε, και το πρωί, όταν δεν είχαμε σάλιο για βενζίνη, βουτάγαμε την τσάντα από καμιά γριά. Ο Χασάν στην αρχή ούτε ν’ ακούσει ήθελε για ξυλίκια και πουτάνες και φέρμες, η μουσουλμανική του κουλτούρα τον είχε μάθει να μην τα κάνει αυτά. Διαχώριζε τη θέση του, την έκανε και συναντιόμασταν το πρωί που θα φεύγαμε. Αυτή η στάση του σιγά-σιγά έδωσε διαδοχικά τη θέση της σε μια σιωπηρή συγκατάβαση, ύστερα σ’ ένα μαγκωμένο χαμόγελο, και τέλος σε μιαν άγρια χαρά. Παίζαμε ξυλίκια και γαμούσαμε πουτάνες και κλέβαμε γριές παρέα. Το γούσταρα. Τον γούσταρα ακόμα περισσότερο. Κατάλαβε πως πρέπει στη ζωή να ‘σαι λίγο αρχίδι για να τα βγάλεις πέρα.

Έτσι κυλούσε η ζωή μας για αρκετό καιρό, δε μπορώ να θυμηθώ για πόσο. Ο Χασάν γινόταν όλο και περισσότερο άνθρωπος, άνθρωπος όπως επέβαλλαν τα σύγχρονα πρότυπα. Μέχρι εκείνη την αποφράδα μέρα, που έπαψε να ‘ναι άνθρωπος, και έγινε χώμα και νερό.

Δε θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες από το τι είχε μεσολαβήσει. Θυμάμαι μόνο πως είχα ανακαλύψει την καβάτζα που φύλαγε ο κυρ-Γιάννης το χόρτο και πως ο Χασάν είχε συμφωνήσει στην πρόταση μου να το βουτήξουμε και να το πιούμε για πάρτη μας και να το πουλήσουμε κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Ούτε για το σχέδιο θυμάμαι πολλά: όσα συνέβησαν αλλοίωσαν τη μνήμη μου. Μόνο θυμάμαι πως μπήκε απ’ το παράθυρο στην αποθήκη, έκανε τη δουλειά στα γρήγορα, και βγήκε έξω με δυο σακούλες, μεγάλες σακούλες. Την κάναμε σα λούηδες κι απ’ τη μέση της διαδρομής και μετά, είχαμε κλάσει στο γέλιο, μη μπορώντας να πιστέψουμε το μέγεθος και την ευκολία της επιτυχίας μας. Κατευθυνθήκαμε προς το δασάκι, κι αράξαμε να πιούμε ένα κομμάτι απ’ τη λεία μας. Την κύρια ποσότητα θα την σπρώχναμε στην πόλη.

Έβγαλα, δυο χαρτάκια, κι άρχισα να κολλάω. Ήπιαμε το πρώτο. Έβγαλα κι άλλα δύο και ξανακόλλησα και ξανά και ξανά και ξανά. Είχαμε πιει πολλά τσιγάρα όταν με πιασε εκείνη η γαμημένη μελαγχολία. Θυμήθηκα εκείνη, και τα όσα είχαμε περάσει  μαζί, πόσα υπέροχα τσιγάρα πίναμε σε κείνο το δάσος στο Χαϊδάρι, πόσο υπέροχο έρωτα κάναμε μετά. Μπορεί και να δάκρυσα. Το σίγουρο είναι πως δεν ήμουνα και στα χάι μου, αυτές οι σκέψεις με ρίξανε πολύ, το πολύ χόρτο μ’ έριξε πολύ, το μυαλό μου είχε θολώσει για τα καλά. Νομίζω πως έκλειναν τα μάτια μου, ήμουν έτοιμος ν’ αποκοιμηθώ, όταν άκουσα το θρόισμα της σακούλας. Γύρισα προς το μέρος του Χασάν και τον είδα ανήσυχο. Κατάλαβα τι πήγε να κάνει το μουνόπανο. Πήγε να καβατζώσει χόρτο για την πάρτη του. Είχα δει κι άλλους να το κάνουν, την ήξερα αυτήν την ανησυχία, έβλεπα το έγκλημα στο βλέμμα του. -Τι έκανες ρε; Πήγες να βουτήξεις χόρτο; -ΌΧΙ! ΌΧΙ!. Τα ήξερα κι αυτά τα ΟΧΙ, όλα τα ήξερα. Είχα μάθει πως πρέπει να ‘σαι στη ζωή, καλός εκεί που πρέπει κι αρχίδι εκεί που πρέπει. Ήξερα πως είναι να στη φοράνε άνθρωποι εμπιστοσύνης, το ‘χα κάνει, μου το ‘χαν κάνει . Δε θέλει δικαστήρια κι ανάκριση και συνηγορία σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Θέλει μόνο ετυμηγορία, και μάλιστα γρήγορα.

Πήρα μια μεγάλη πέτρα από δίπλα, τη σήκωσα, και την εναπόθεσα με δύναμη στο κεφάλι του.

Γαμώτο, τον βρήκε γεμάτη. Γαμώτο, πολύ αίμα. Γαμώτο. Είναι νεκρός.

Πέταξα το πτώμα του σ’ ένα λάκκο εκεί κοντά, ένα βαθύ λάκκο, με την ελπίδα να μην το βρούνε σύντομα, ούτε χώμα δεν έριξα, φτυάρι δεν είχα, η φάση δεν ήταν προμελετημένη, αλήθεια. Αν έψαξα για το χόρτο; Μα καλά, είσαι σοβαρός; Μες στον πανικό μου να ψάξω αν έχει βουτήξει όντως χόρτο; Όχι, εκείνη την ώρα δε μ’ ένοιαζε αν είναι αθώος ή ένοχος, με ένοιαζε μόνο να εξαφανίσω το πτώμα του. Έτσι δε θα ‘κανε κάθε λογικός άνθρωπος;

Την επόμενη, με ξύπνησε απότομα η θεία μου. Μου ‘πε πως είχε ήρθε ένας αστυφύλακας να μου μιλήσει. Πω, ρε πούστη. Την πούτσισα. Με περίμενε στην κεντρική πλατεία.

Με καλωσόρισε, με κέρασε καφεδάκι, ό,τι έπρεπε για να στρώσει το κεφάλι μου απ’ το χασίσι κι απ’ την ταραχή. Μετά από πεντ-έξι αδιάφορες, εισαγωγικές κουβέντες, μπήκε στο ψητό. Με ρώτησε αν ξέρω κάποιον Χασάν, απάντησα ναι. Μου είπε πως χτες βράδι βρέθηκε το πτώμα του σ’ ένα λάκκο και εκεί κοντά δυο σακούλες χόρτο κλεμμένο απ’ τον κυρ-Γιάννη . Με ρώτησε αν ήξερα τίποτα γι’ αυτό. Απάντησα όχι, ενώ ένιωθα τα πόδια μου να μουδιάζουν και δεν ήξερα αν είχαν κοπεί ή αν ήταν ακόμα στη θέση τους. Μου είπε πως ΟΚ, κι αυτός αυτό πιστεύει, και ρωτάει έτσι για τα τυπικά, απλά κάτι γείτονες με είδαν να γυρνάω εκεί γύρω εκείνη την ώρα και συγγνώμη για την ταλαιπωρία. Μου ‘πε πως συχνά οι μουσουλμάνοι όταν κάνουν έγκλημα εναντίον της ιδιοκτησίας το μετανιώνουν και αυτοκτονούν, με τελετουργικό μάλιστα τρόπο, κι αυτό είναι στην κουλτούρα τους. Μου έκλεισε το μάτι. Είχαμε πιει τους καφέδες και παράγγειλε στο σερβιτόρο μια γύρα μπίρες. Τσουγκρίσαμε. Πως θα συμπαθούσα μπάτσο στη ζωή μου, δεν το περιμένα.

Γύρισα στην Πάτρα μετά από λίγες μέρες. Κατάφερα να ξεπεράσω το Χασάν κι όλη αυτή τη φάση, αλλά δεν κατάφερα να ξεπεράσω εκείνη, αυτό μου ήταν αδύνατο. Με ξεπροβόδισαν στο σταθμό η θεια μου κι ο κυρ-Γιάννης. Μου είπαν να προσέχω και να μη μπλέκω με τέτοιους και να προσέχω και να μη μπλέκω με τέτοιους κι η παναγιά μαζί μου. Τους ευχαρίστησα για όλα.

Δε μ’ αρέσει να ταξιδεύω μόνος μου. Μ’ αρέσει να συναντώ ενδιαφέροντες ανθρώπους και να μιλάμε για τη ζωή, τον πολιτισμό, τον έρωτα. Ανθρώπους σαν το Χασάν. Δυστυχώς, δε βρήκα κάποιον τέτοιον στο ταξίδι της επιστροφής. Είχα όμως φροντίσει και γι’ αυτό, κι είχα πάρει μαζί μου δυο εφημερίδες, μια τοπικής εμβέλειας και την Ελευθεροτυπία, που πάντα τη γούσταρα γιατί οι συντάκτες της ήταν προοδευτικών πεποιθήσεων. Η τοπική φυλλάδα είχε κεντρικό θέμα στο εξώφυλλο την άνοδο της ομάδας στο β’ τοπικό, και κάπου κάτω δεξιά τον εξής τίτλο: «Μαροκινός κλέφτης αυτοκτονεί μετανιωμένος πηδώντας από ύψος.» Η Ελευθεροτυπία στο εξώφυλλο είχε κάτι για το Σαμαρά και κάτι για τη Χρυσή Αυγή, μα το μάτι μου καρφώθηκε και πάλι στο κάτω δεξιά μέρος της σελίδας, που εκεί υπήρχε ο τίτλος: «Δεν είναι όλοι οι αλλοδαποί εγκληματίες! Έρευνες δείχνουν πως μόνο το 62% έχει προβεί σε έκνομες πράξεις.»

Ξεφύσηξα ανακουφισμένος. Είναι μαθηματικά σωστό να τζογάρεις στο 62%.

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Πόρκα ανεργία



«Γεια σας.» Γλοιώδες χαμόγελο. Ντρεπόμαστε για τον εαυτό μας. «Ψάχνετε κάποιον για δουλειά;» - γλοιώδες χαμόγελο. Ο Φάουστ πούλησε την ψυχή του στο διάολο. Εμείς τη χαρίζουμε απλόχερα στα αφεντικά. Αυτό λέγεται πτώση. Κι ύστερα, η πουριτανική ηθική των μικροαστών απεχθάνεται τις πουτάνες, που πουλάνε το σώμα τους. Μα εδώ τα πάντα πουλιούνται. Εδώ τα πάντα χαρίζονται. Χαρίζονται με το ζόρι. Χαρίζονται βίαια. Δώρο-άδωρο.

Όχι δυστυχώς, μου απάντησες; Τι πάει να πει όχι; Τι πάει να πει δυστυχώς; Ονειρεύομαι οχιές να περικυκλώνουν στο κρεβάτι σας ενώ ξυπνάτε κατά τη διάρκεια ενός εφιάλτη, ενώ ξυπνάτε ασφυκτιώντας, πνιγόμενοι σε μια πισίνα γεμάτη νομίσματα και χαρτονομίσματα. Η δυστυχία, από την άλλη, παραπέμπει την όλη φάση στον παράγοντα τύχη. Μα εδώ δε μιλάμε για τύχη. Εδώ μιλάμε για επιλογές. Εδώ μιλάμε για επιλογές της τάξης σας. Εδώ μιλαμε για την επιλογή να βρίσκεστε σε αυτήν την τάξη. Εμείς, οι «δυστυχείς», θα έπρεπε να μιλήσουμε για τα λάθη της δικιάς μας τάξης, αλλά αυτό είναι δικό μας ζήτημα. Εμείς, θέλω να μιλήσουμε για την εκδίκηση της δικιάς μας τάξης. Θέλω να μιλήσω, σε εσένα αφεντικό, για την εκδίκηση της δικιάς μας τάξης.

Σας αναφέρω πως ψάχνετε κάποιον για δουλειά. Δε με νοιάζει τι λέτε. Δε με νοιάζει αν δε βγαίνει το τζακούζι του μήνα. Δε με ενδιαφέρει τι σας είπε ο λογιστής σας. Δε με νοιάζει αν λιμοκτονείτε, έτσι κι αλλιώς αυτό είναι ψέμα, κι εγώ εδώ θέλω να πούμε αλήθειες. Τις δικιές σας τις αλήθειες τις ακούω καθημερινά, κάθε ώρα, κάθε στιγμή. Τις δικιές σας τις αλήθειες τις ακούω στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στα καφενεία, στα μπαρ. Έχετε και μεγάφωνο, τα δελτία των ειδήσεων. Έχετε και μυστικούς κώδικες, τις πορτοκαλί σελίδες των εφημερίδων. Έχετε και όπλο μεγαλύτερο κι από βόμβα ναπάλμ. Το μεγάλο σας όπλο είναι πως όλοι πιστεύουμε ότι η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων ήταν έτσι, είναι έτσι, θα είναι έτσι. Μας το είπατε, μας το λέτε, θα μας το λέτε. Εμείς δεν τα έχουμε όλα αυτά. Αλλά, ρε καριόληδες, έχουμε φωνή. Έχουμε στόμα. Και θα πούμε τις δικιές μας αλήθειες. Ακούστε τες απ’ το δικό μου στόμα. Ώρα για τις δικές μας αλήθειες.

Εγώ, απ’ την πλευρά μου, αφεντικό, είμαι σίγουρος ότι ψάχνετε κάποιον για δουλειά. Γιατί, πέρα, από φωνή, έχουμε χέρια. Πέρα, από χέρια, έχουμε μυαλό. Και πέρα και πάνω απ’ όλα αυτά έχουμε καρδιά. Επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ μια ιστορία.

 Μια νύχτα, μεθυσμένος, τρεκλίζοντας σε μιαν άδεια πλατεία, παρέα με δυο γάτες και ένα μπουκάλι φθηνό κρασί, συνάντησα την Ιστορία. Την είδα καθισμένη στον ψηλό της θρόνο, να κάθεται πάνω από το θρόνο του θεού και το θρόνο της οικονομίας, και να τους φτύνει στις καράφλες τους, τραγουδώντας γηπεδικά συνθήματα. Αφού ολοκλήρωσε αυτό το έργο, μου έδωσε κι εμένα σημασία. Κατέβηκε από το θρόνο. Με πλησίασε, κι είδα το Ντουρούτι, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, το Σπάρτακο, τον Ηράκλειτο και το Διογένη να κάθονται στους ώμους τους, σαν τα κόκκινα διαβολάκια που βλέπουμε στα μίκυ μάους. Στις πλάτες της, κρεμιόντουσαν όλες οι καταπίεσμενες τάξεις του παρελθόντος, ικετεύοντας για λύτρωση. Και στο μάρσιπο, ήταν τα παιδιά μας, τα παιδιά του μέλλοντος. Μου έκλεισε το μάτι. Με χαιρέτησε φιλικά. Πήρε το μπουκάλι κρασί απ’ το χέρι μου, το άγιασε, και μ’ αυτό ράντισε τα χέρια και τα πόδια μου. Με κοπάνησε μ’ ένα ραντισμένο ξυλαράκι στο κεφάλι. Κι ύστερα, μου ξερίζωσε την καρδιά, τη φίλησε, και την τοποθέτησε ευλαβικά πίσω στη θέση της. Κοντοστάθηκε, με κοίταξε μελαγχολικά και γύρισε στο θρόνο της. Με διέταξε να αποχωρήσω. Δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό να αντισταθώ. Φεύγοντας, κατάφερα να την κοιτάξω. Ήταν βουρκωμένη. Οι επαναστάτες του παρελθόντος, οι καταπιεσμένες τάξεις του παρελθόντος, τα παιδιά του μέλλοντος τραγουδούσαν έναν ουράνιο ύμνο, που όμοιο του δεν άκουσα και δε θ’ ακούσω ποτέ ξανά. Έτρεξα μακριά τρομαγμένος.

Αυτή είναι η ιστορία μου. Αυτή είναι η διαθήκη της Ιστορίας. Θέλω να σου πω, αφεντικό, πως τα χέρια μας, τα πόδια μας, το μυαλό μας και η καρδιά μας είναι ευλογημένα από την Ιστορία. Δε σου λέω αυτό που ίσως σου είπαν οι φίλοι σου από το Κόμμα όταν ήσουν νέος, όταν περνούσες κι εσύ, όπως τόσοι άλλοι, την περίοδο του μετεφηβικού γλυκανάλατου ριζοσπαστισμού, πως τάχα είναι γραφτό τα λαϊκά στρώματα να φέρουν το σοσιαλισμό. Σου λέω, ρε καριόλη, πως μέχρι να σε πετάξουμε στον κοντινότερο σκουπιδοντενεκέ, εσύ θα έχεις ανάγκη, τα χέρια μας, τα πόδια μας, το μυαλό μας. Κι όλα αυτά, μαζί με την καρδιά μας, θα τα έχει ανάγκη ο κόσμος όλος. ΨΑΧΝΕΙΣ ΚΑΠΟΙΟΝ ΓΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ ΡΕ ΞΕΚΩΛΙΑΡΗ! ΨΑΧΝΕΙΣ ΛΕΜΕ! ΟΣΕΣ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ, ΟΣΕΣ ΨΥΧΡΕΣ ΜΗΧΑΝΕΣ ΚΙ ΑΝ ΜΑΣ ΦΕΡΕΙΣ, ΕΣΥ ΚΑΙ ΤΑ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΟΥ ΤΟΥ ΓΛΕΙΦΕΙΣ ΤΟΝ ΚΩΛΟ ΜΕ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ, ΨΑΧΝΕΤΕ ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΓΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ!ΤΟ ΒΛΕΠΕΙΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΣΕΚΟΥΡΙ ΡΕ ΚΑΡΙΟΛΗ; ΤΟ ΒΛΕΠΕΙΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΥΠΕΡΟΧΟ ΤΣΕΚΟΥΡΙ ΠΟΥ ΜΟΥ ΨΙΘΥΡΙΖΕΙ ΠΩΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΚΑΡΦΩΘΕΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΟΥ; ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΜΑΣ ΤΟ ΦΤΙΑΞΕ! ΟΛΑ ΕΜΕΙΣ ΤΑ ΦΤΙΑΞΑΜΕ! ΚΙ ΑΜΑ ΓΟΥΣΤΑΡΟΥΜΕ, ΤΑ ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΟΛΑ ΚΑΙ ΣΗΚΩΝΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΦΕΥΓΟΥΜΕ! ΕΕΕΕ;


Συγγνώμη, αφεντικό, είναι βλέπεις που δεν έχω πάρει τα χάπια μου. Βλέπω κάλεσες την αστυνομία. Βλέπω επίσης πως έχεις ένα τσεκούρι καρφωμένο στο κεφάλι σου. Συγγνώμη, αφεντικό, να ξέρεις πως δεν το ήθελα αυτό, να ξέρεις πως όταν ήμουν πιτσιρικάς μ’ άρεσε να μαζεύω λουλούδια κι απεχθανόμουνα τη βία και τ' άλλα τα παιδάκια με λέγαν κοριτσάκι και με χτύπαγαν. Είναι μόνο που δεν έχω πάρει τα χάπια μου. Είναι που η τσέπη μου είναι τόσο άδεια που δε μπορούσα να πάρω τα χάπια μου. Συγγνώμη, αφεντικό, δεν ήθελα να εξελιχθεί έτσι. Μπορούσες απλά να με είχες προσλάβει. Όλοι θα ήμασταν ευτυχισμένοι τώρα. Αφεντικό, αν κρίνω από την αιμορραγία σου, βλέπω πως έχεις ένα λεπτό ζωής. Αν κρίνω από τις σειρήνες που τις ακούω να πλησιάζουν, βλέπω πως έχω λίγο παραπάνω. Θα ήθελα να σου πω κάτι τελευταίο, λοιπόν, κάτι για αντίο.

Η Ιστορία μου είπε και κάτι ακόμα. Πως ακόμα κι αν η αχαριστία σου δεν εκτιμήσει τα χέρια μας, τα πόδια μας, το μυαλό μας και την καρδιά μας, την εργασία μας, υπάρχει κι άλλη λύση. Μπορούμε, μου ΄πε, να μαζευτούμε καμπόσοι σαν και μένα, κι όλα αυτήν τη συλλογική μας εργασία να την παντρέψουμε και να φτιάξουμε έναν κόσμο μες στον κόσμο σου, μια όαση, που δε θα ‘ναι όαση όπως τις ξέρουμε, απ’ αυτές που εγκλωβίζόμαστε και χαίρόμαστε το υπέροχο τίποτα του διευρυμένου Εγώ μας, αλλά, πρωτότυπη και μοναδική σαν τον επικείμενο θάνατο μας, οάση που θ’ απλώνεται και θ’ απλώνεται και θ’ απλώνεται και θ’ απλώνεται μέχρι που θα καταπιεί όλην την έρημο σου. Νομίζω πως η Ιστορία έχει δίκιο. Νομίζω πως Κατάληψη λέγεται αυτή η όαση, και Καπιταλισμός αυτή η έρημος. Αυτό το τελευταίο που σου ‘πα δε μου το ‘πε η Ιστορία. Το σκέφτηκα μόνος μου. Η Ιστορία δεν τα λέει όλα, κι εκεί βρίσκεται η μαγεία της. Η μαγεία του κόσμου. Η μαγεία μας.

Αφεντικό, βλέπω πως πέθανες. Θα σου δώσω ένα φιλί γιατί ήσουν άνθρωπος, και μια ροχάλα γιατί ήσουν τέτοιος άνθρωπος.

Μουτς. Φτου.

Βήματα προς την έξοδο.

Νύχτα. Ένα γερό σνιφάρισμα οξυγόνου. Μπλε φώτα ν’ αναβοσβήνουν. «Πέσε κάτω ρε πούστη!». Κρότος. Σκοτάδι.









 με σεβασμό στο paranoiriko