Τον γνώρισα την άνοιξη του 2010. Εγώ διένυα την πιο
κατεστραμμένη περίοδο της ζωής μου. Μια σειρά από λάθος επιλογές στον
επαγγελματικό τομέα, που ήρθαν κι έδεσαν με την πιο λανθασμένη επιλογή που θα
μπορούσα να κάνω στον ερωτικό τομέα, με βάζαν κάθε βράδυ στη δίνη ενός έξαλλου
κι αλλοπρόσαλλου μεθυσιού, που είχε συχνά σαν αποτέλεσμα να σηκώνομαι να φεύγω
με το πρώτο πρωινό τραίνο, και καθώς προσπαθούσα με το ζόρι να παρατείνω τη
ζάλη μου, για κάποιον τυχαίο και άρτι επιλεγμένο προορισμό. Αυτός επίσης διένυε
την πιο κατεστραμμένη περίοδο της ζωής του. Οι λόγοι, αρκετά πιο υλικοί: μια
άδεια παραμονής που δεν ανανεώθηκε, ένας εργοδότης που φώναξε τους μπάτσους την
ημέρα της πληρωμής, μια δουλειά αμφίβολης αξίας που του ‘χε κάτσει σε κάτι
χωράφια σε μια πόλη της Πελοποννήσου. Ένας κατεστραμμένος διακρίνει την
μονομιάς την ίδια αρρώστια στα μάτια ενός άλλου, κι η διαδικασία αυτή είναι
αμφίδρομη. Έτσι συνέβη και με μας.
Τον λέγανε Χασάν. Ήταν από το Μαρόκο. Τύπος καθηλωτικός, που
παρά το γεγονός ότι δεν το ‘χε και τόσο με την ελληνική γλώσσα, σε ‘κανε με τη
θεατρικότητα του, το σίγουρο τόνο της φωνής του και τα εκφραστικά του μάτια να
αντιλαμβάνεσαι ακριβώς αυτό που ήθελε να πει, κι αυτά που έλεγε ήταν, μα την
πίστη μου, άκρως ενδιαφέροντα. Έτσι, τις τρεις ώρες που διήρκεσε το ταξίδι με
έβαλε στον κόσμο του και μου διηγήθηκε τις ιστορίες του, με μουσικό μπαγκράουντ
το σφύριγμα του τρένου και το κλάμα του κωλόπαιδου που έκλαιγε στο απέναντι
κάθισμα επειδή του ‘χε πέσει το γλειφιτζούρι του στο πάτωμα. Τον συμπάθησα πολύ:
τόσο πολύ που όταν μπήκε εκείνος ο καριόλης ο ελεγκτής στο βαγόνι δέχτηκα να
πληρώσω το εισητήριο που προφανώς δεν είχε βγάλει ο νέος μου φίλος, καθώς ήταν
πιο ρέστος κι απ’ τον Νίκο τον Ξανθόπουλο στα χειρότερα του. Η στήριξη μου
άλλωστε στους μετανάστες ήταν διαπιστωμένη: είχα συμμετάσχει όταν ήμουν στο
πανεπιστήμιο στην Αθήνα σε πάμπολλες διαδηλώσεις αλληλεγγύης.
Η χημεία που είχαμε αποκτήσει μ’ έψησε να κατέβω στην
κωμόπολη που θα κατέβαινε κι αυτός. Είχα μια γεροντοκόρη θεία σ’ αυτόν τον τόπο
τον ξεχασμένο απ’ το θεό και θα μπορούσα να τη βγάλω εκεί για κάποιο καιρό,
απολαμβάνοντας τα πλεονεκτήματα της οικογενειακής θαλπωρής και επουλώνοντας με
τον καιρό τις πληγές μου. Η θεία μου με υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες. Ήταν
κάτι παραπάνω από προφανές πως είχε ανάγκη την παρέα μου, μια ηλιαχτίδα ήταν
γι’ αυτήν η συντροφιά μου που προσπαθούσε να λιώσει την παγωμένη μοναξιά της.
Στο μεταξύ, είχα αποχαιρετήσει προσωρινά το φίλτατο Άραβα. Σκέφτηκα για μια
στιγμή να του προτείνω να μείνει στης θειας μου, αλλά μετά θυμήθηκα τις απόψεις
της για τους αλλοδαπούς. Πφφφ! Αυτοί οι άνθρωποι της επαρχίας και τα
συντηρητικά αντανακλαστικά τους!
Βολεύτηκα για τα καλά. Ήταν ακριβώς ότι χρειαζόμουν. Είχα
ένα ζεστό δώμα μ’ ένα καλό κρεβατάκι, έτοιμο αχνιστό φαγητό την ώρα που
ξυπνούσα, και την καλή παρέα του κυρ-Γιάννη δίπλα. Στα σαρανταφεύγα, με
ανόθευτο λαϊκό χιούμορ, ο κυρ-Γιάννης σ’ έκανε να ξεχνιέσαι με την απλότητα των
τρόπων του. Και το σημαντικότερο, με εφοδίαζε με πρώτης ποιότητας χόρτο, που
έβγαζε από κάτι χωράφια που ‘χε εκεί γύρω. Καθόμασταν και την πίναμε το δειλινό,
αγναντεύοντας τον ήλιο που βυθιζόταν στα απέναντι βουνά. Εκείνη την ώρα
πάνω-κάτω, ερχόταν στην παρέα μας κι ο Χασάν, που μόλις είχε σχολάσει (δούλευε
στα χωράφια του κυρ-Γιάννη). Ο γείτονας της θείας μου φαινόταν να μη γουστάρει
που άραζε στην παρέα μας ο Χασάν, αλλά με τα πολλά τον έπεισα πως κι αυτός
άνθρωπος ήταν και δεν ήταν σωστό να μη το δεχόμαστε στη συντροφιά μας. Τελικά,
τα βρήκαμε ωραία οι τρεις μας. Ήταν ωραία φάση που αράζαμε και πίναμε κρασάκια
μέχρι τις 11 το βράδυ. Εκείνη την ώρα, οι δυο συμπότες μου αποσύρονταν, γιατί
είχαν δουλειές τα πρωινά, κι έκανα κι εγώ το ίδιο.
Το Χασάν δεν τον έβλεπα πολύ, παρά μόνο εκείνες τις λίγες
βραδινές ώρες, κι όχι πάντα. Είχε δουλειά πολλή ο έρμος. Αλλά, τα σαββατόβραδα
του δίναμε και καταλάβαινε. Έπαιρνα το μηχανάκι του κυρ-Γιάννη και πηγαίναμε
στην πρωτεύουσα του νομού από νωρίς, κάναμε τις βόλτες μας, μου ‘λεγε τις
ιστορίες του, πίναμε τις μπίρες μας (τον κέρναγα όταν δεν είχε, με κέρναγε όταν
δεν είχα, είχαμε μια τέτοια ωραία αλληλέγγυα σχέση), και όταν γινόμασταν στουπί
πηγαίναμε στα κωλόμπαρα. Ο φίλος μου, αν και είχε φάει με το μεδούλι τη ζωή,
δεν είχε μεγάλη εμπειρία με την αλητεία. Ήταν, θα έλεγα, λίγο διστακτικός στο
να αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο να κάνει ό,τι του καυλώσει. Εγώ, απ’ την άλλη,
είχα διδαχθεί πως για να τα βγάλεις πέρα σ’ αυτόν τον κόσμο, και να παραμείνεις
ταυτόχρονα ψυχικά υγιής και σωματικά ακέραιος, έπρεπε να αναπνέεις κάθε ml ελευθερίας
που υπάρχει στην ατμόσφαιρα και να ‘σαι και λίγο αρχίδι. Αλλιώς, σε καταράσπαζε
είτε κατάθλιψη είτε όσοι στη φυλάγαν στη γωνία, κι αυτοί, γαμώ το διάολο, ήταν
καμπόσοι. Το εφάρμοζα αυτό το δόγμα στην καθημερινότητα μου, και έτσι ήθελα να
κάνει κι ο Χασάν. Γι’ αυτό, παίζαμε τα ξυλίκια μας στα κωλόμπαρα, βρίσκαμε
καμιά πουτάνα να γαμήσουμε, και το πρωί, όταν δεν είχαμε σάλιο για βενζίνη,
βουτάγαμε την τσάντα από καμιά γριά. Ο Χασάν στην αρχή ούτε ν’ ακούσει ήθελε
για ξυλίκια και πουτάνες και φέρμες, η μουσουλμανική του κουλτούρα τον είχε
μάθει να μην τα κάνει αυτά. Διαχώριζε τη θέση του, την έκανε και συναντιόμασταν
το πρωί που θα φεύγαμε. Αυτή η στάση του σιγά-σιγά έδωσε διαδοχικά τη θέση της
σε μια σιωπηρή συγκατάβαση, ύστερα σ’ ένα μαγκωμένο χαμόγελο, και τέλος σε μιαν
άγρια χαρά. Παίζαμε ξυλίκια και γαμούσαμε πουτάνες και κλέβαμε γριές παρέα. Το
γούσταρα. Τον γούσταρα ακόμα περισσότερο. Κατάλαβε πως πρέπει στη ζωή να ‘σαι
λίγο αρχίδι για να τα βγάλεις πέρα.
Έτσι κυλούσε η ζωή μας για αρκετό καιρό, δε μπορώ να θυμηθώ
για πόσο. Ο Χασάν γινόταν όλο και περισσότερο άνθρωπος, άνθρωπος όπως επέβαλλαν
τα σύγχρονα πρότυπα. Μέχρι εκείνη την αποφράδα μέρα, που έπαψε να ‘ναι
άνθρωπος, και έγινε χώμα και νερό.
Δε θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες από το τι είχε μεσολαβήσει.
Θυμάμαι μόνο πως είχα ανακαλύψει την καβάτζα που φύλαγε ο κυρ-Γιάννης το χόρτο
και πως ο Χασάν είχε συμφωνήσει στην πρόταση μου να το βουτήξουμε και να το
πιούμε για πάρτη μας και να το πουλήσουμε κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Ούτε για το
σχέδιο θυμάμαι πολλά: όσα συνέβησαν αλλοίωσαν τη μνήμη μου. Μόνο θυμάμαι πως
μπήκε απ’ το παράθυρο στην αποθήκη, έκανε τη δουλειά στα γρήγορα, και βγήκε έξω
με δυο σακούλες, μεγάλες σακούλες. Την κάναμε σα λούηδες κι απ’ τη μέση της
διαδρομής και μετά, είχαμε κλάσει στο γέλιο, μη μπορώντας να πιστέψουμε το
μέγεθος και την ευκολία της επιτυχίας μας. Κατευθυνθήκαμε προς το δασάκι, κι
αράξαμε να πιούμε ένα κομμάτι απ’ τη λεία μας. Την κύρια ποσότητα θα την
σπρώχναμε στην πόλη.
Έβγαλα, δυο χαρτάκια, κι άρχισα να κολλάω. Ήπιαμε το πρώτο.
Έβγαλα κι άλλα δύο και ξανακόλλησα και ξανά και ξανά και ξανά. Είχαμε πιει
πολλά τσιγάρα όταν με πιασε εκείνη η γαμημένη μελαγχολία. Θυμήθηκα εκείνη, και
τα όσα είχαμε περάσει μαζί, πόσα υπέροχα
τσιγάρα πίναμε σε κείνο το δάσος στο Χαϊδάρι, πόσο υπέροχο έρωτα κάναμε μετά.
Μπορεί και να δάκρυσα. Το σίγουρο είναι πως δεν ήμουνα και στα χάι μου, αυτές
οι σκέψεις με ρίξανε πολύ, το πολύ χόρτο μ’ έριξε πολύ, το μυαλό μου είχε
θολώσει για τα καλά. Νομίζω πως έκλειναν τα μάτια μου, ήμουν έτοιμος ν’
αποκοιμηθώ, όταν άκουσα το θρόισμα της σακούλας. Γύρισα προς το μέρος του Χασάν
και τον είδα ανήσυχο. Κατάλαβα τι πήγε να κάνει το μουνόπανο. Πήγε να
καβατζώσει χόρτο για την πάρτη του. Είχα δει κι άλλους να το κάνουν, την ήξερα
αυτήν την ανησυχία, έβλεπα το έγκλημα στο βλέμμα του. -Τι έκανες ρε; Πήγες να
βουτήξεις χόρτο; -ΌΧΙ! ΌΧΙ!. Τα ήξερα κι αυτά τα ΟΧΙ, όλα τα ήξερα. Είχα μάθει
πως πρέπει να ‘σαι στη ζωή, καλός εκεί που πρέπει κι αρχίδι εκεί που πρέπει.
Ήξερα πως είναι να στη φοράνε άνθρωποι εμπιστοσύνης, το ‘χα κάνει, μου το ‘χαν
κάνει . Δε θέλει δικαστήρια κι ανάκριση και συνηγορία σ’ αυτές τις περιπτώσεις.
Θέλει μόνο ετυμηγορία, και μάλιστα γρήγορα.
Πήρα μια μεγάλη πέτρα από δίπλα, τη σήκωσα, και την εναπόθεσα
με δύναμη στο κεφάλι του.
Γαμώτο, τον βρήκε γεμάτη. Γαμώτο, πολύ αίμα. Γαμώτο. Είναι
νεκρός.
Πέταξα το πτώμα του σ’ ένα λάκκο εκεί κοντά, ένα βαθύ λάκκο,
με την ελπίδα να μην το βρούνε σύντομα, ούτε χώμα δεν έριξα, φτυάρι δεν είχα, η
φάση δεν ήταν προμελετημένη, αλήθεια. Αν έψαξα για το χόρτο; Μα καλά, είσαι
σοβαρός; Μες στον πανικό μου να ψάξω αν έχει βουτήξει όντως χόρτο; Όχι, εκείνη
την ώρα δε μ’ ένοιαζε αν είναι αθώος ή ένοχος, με ένοιαζε μόνο να εξαφανίσω το
πτώμα του. Έτσι δε θα ‘κανε κάθε λογικός άνθρωπος;
Την επόμενη, με ξύπνησε απότομα η θεία μου. Μου ‘πε πως είχε
ήρθε ένας αστυφύλακας να μου μιλήσει. Πω, ρε πούστη. Την πούτσισα. Με περίμενε
στην κεντρική πλατεία.
Με καλωσόρισε, με κέρασε καφεδάκι, ό,τι έπρεπε για να
στρώσει το κεφάλι μου απ’ το χασίσι κι απ’ την ταραχή. Μετά από πεντ-έξι
αδιάφορες, εισαγωγικές κουβέντες, μπήκε στο ψητό. Με ρώτησε αν ξέρω κάποιον
Χασάν, απάντησα ναι. Μου είπε πως χτες βράδι βρέθηκε το πτώμα του σ’ ένα λάκκο
και εκεί κοντά δυο σακούλες χόρτο κλεμμένο απ’ τον κυρ-Γιάννη . Με ρώτησε αν ήξερα τίποτα γι’ αυτό. Απάντησα
όχι, ενώ ένιωθα τα πόδια μου να μουδιάζουν και δεν ήξερα αν είχαν κοπεί ή αν
ήταν ακόμα στη θέση τους. Μου είπε πως ΟΚ, κι αυτός αυτό πιστεύει, και ρωτάει
έτσι για τα τυπικά, απλά κάτι γείτονες με είδαν να γυρνάω εκεί γύρω εκείνη την
ώρα και συγγνώμη για την ταλαιπωρία. Μου ‘πε πως συχνά οι μουσουλμάνοι όταν
κάνουν έγκλημα εναντίον της ιδιοκτησίας το μετανιώνουν και αυτοκτονούν, με
τελετουργικό μάλιστα τρόπο, κι αυτό είναι στην κουλτούρα τους. Μου έκλεισε το
μάτι. Είχαμε πιει τους καφέδες και παράγγειλε στο σερβιτόρο μια γύρα μπίρες.
Τσουγκρίσαμε. Πως θα συμπαθούσα μπάτσο στη ζωή μου, δεν το περιμένα.
Γύρισα στην Πάτρα μετά από λίγες μέρες. Κατάφερα να ξεπεράσω
το Χασάν κι όλη αυτή τη φάση, αλλά δεν κατάφερα να ξεπεράσω εκείνη, αυτό μου
ήταν αδύνατο. Με ξεπροβόδισαν στο σταθμό η θεια μου κι ο κυρ-Γιάννης. Μου είπαν
να προσέχω και να μη μπλέκω με τέτοιους και να προσέχω και να μη μπλέκω με
τέτοιους κι η παναγιά μαζί μου. Τους ευχαρίστησα για όλα.
Δε μ’ αρέσει να ταξιδεύω μόνος μου. Μ’ αρέσει να συναντώ
ενδιαφέροντες ανθρώπους και να μιλάμε για τη ζωή, τον πολιτισμό, τον έρωτα. Ανθρώπους σαν το Χασάν.
Δυστυχώς, δε βρήκα κάποιον τέτοιον στο ταξίδι της επιστροφής. Είχα όμως
φροντίσει και γι’ αυτό, κι είχα πάρει μαζί μου δυο εφημερίδες, μια τοπικής
εμβέλειας και την Ελευθεροτυπία, που πάντα τη γούσταρα γιατί οι συντάκτες της
ήταν προοδευτικών πεποιθήσεων. Η τοπική φυλλάδα είχε κεντρικό θέμα στο εξώφυλλο
την άνοδο της ομάδας στο β’ τοπικό, και κάπου κάτω δεξιά τον εξής τίτλο: «Μαροκινός
κλέφτης αυτοκτονεί μετανιωμένος πηδώντας από ύψος.» Η Ελευθεροτυπία στο
εξώφυλλο είχε κάτι για το Σαμαρά και κάτι για τη Χρυσή Αυγή, μα το μάτι μου
καρφώθηκε και πάλι στο κάτω δεξιά μέρος της σελίδας, που εκεί υπήρχε ο τίτλος:
«Δεν είναι όλοι οι αλλοδαποί εγκληματίες! Έρευνες δείχνουν πως μόνο το 62% έχει
προβεί σε έκνομες πράξεις.»
Ξεφύσηξα ανακουφισμένος. Είναι μαθηματικά σωστό να τζογάρεις
στο 62%.